- δίπορτος
- -η, -ο1. αυτός που έχει δύο πόρτες, διεξόδους2. το ουδ. ως ουσ. το δίπορτοδιπλή διέξοδος, καταφύγιο3. φρ. «τό 'χει δίπορτο» — έχει διπλό τρόπο διαφυγής σε δύσκολες περιστάσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίπορτος — η, ο 1. δίθυρος, αυτός που έχει δύο πόρτες: Έχει δίπορτο αυτοκίνητο. 2. το ουδ. ως ουσ., δίπορτο διπλή διέξοδος ή ωφέλεια: Το έχει δίπορτο· άλλοτε μένει στο σπίτι του και άλλοτε στης μνηστής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίθυρος — η, ο αυτός που διαθέτει δύο πόρτες, δίπορτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)